Στοκχόλμη

Στοκχόλμη
η г. Стокгольм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Στοκχόλμη" в других словарях:

  • Στοκχόλμη — (Stockholm). Πόλη (665.202 κάτ.), πρωτεύουσα της Σουηδίας και της ομώνυμης κομητείας (Lan) που έχει έκταση 6.488 τ. χλμ. και πληθυσμό 1.629.631 κατ. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, στο ανατολικό άκρο της λίμνης Μέλαρ (ή Μέλαρεν),… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Γουσταύος — (Gustaf).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος των βασιλιάδων της Σουηδίας Γκούσταφ. 1. Γ. A’ Έριξον Βάζα (Λίντχολμ 1495 – Στοκχόλμη 1560). Παραδόθηκε ως όμηρος στον Χριστιανό B’ της Δανίας κατά τη διάρκεια των αγώνων της χώρας του εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

  • Αρένιους, Σβάντε Άουγκουστ — (Svante August Arrhenius, Βικ, Ουψάλα 1859 – Στοκχόλμη 1927). Σουηδός χημικός και φυσικός, ένας από τους ιδρυτές της φυσικοχημείας. Άρχισε τις σπουδές του στην Ουψάλα και τις συνέχισε στη Στοκχόλμη, όπου υπέβαλε τη διδακτορική διατριβή του (1884) …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ζαξ, Νέλι — (Nelly Sachs, Βερολίνο 1891 – Στοκχόλμη 1970). Ισραηλίτισσα ποιήτρια και πεζογράφος. Το 1940, προκειμένου να αποφύγει τον περιορισμό της σε χιτλερικό στρατόπεδο συγκέντρωσης, κατέφυγε στη Σουηδία, εγκαταστάθηκε στη Στοκχόλμη και απέκτησε σουηδική …   Dictionary of Greek

  • Κέλγκρεν, Γιόχαν Χένρικ — (Johan Henric Kellgren, Φλόμπι, Βέστεργιετλαντ 1751 – Στοκχόλμη 1795). Σουηδός συγγραφέας. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Όμπου (Φιλανδία), όπου δίδαξε αργότερα λατινική ποίηση. Το 1777 εγκαταστάθηκε στη Στοκχόλμη, όπου κέρδισε την εμπιστοσύνη του… …   Dictionary of Greek

  • Λινγκ, Περ Χένρικ — (Per Henrik Ling, Λιουνγκ 1776 – Στοκχόλμη 1839). Σουηδός παιδαγωγός και ποιητής, θεμελιωτής της σουηδικής γυμναστικής. Φοίτησε στη γυμναστική σχολή Νάχτεγκαλ στην Κοπεγχάγη και άρχισε να διδάσκει οπλομαχία στο πανεπιστήμιο της Λιουνγκ (1805)… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»